- ἄφθογγος
- ἄφθογγοςvoicelessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek
ἄφθογγον — ἄφθογγος voiceless masc/fem acc sg ἄφθογγος voiceless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθογγότερος — ἄφθογγος voiceless masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγοις — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγοισι — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγοισιν — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγους — ἄφθογγος voiceless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγων — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγῳ — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφθογγα — ἄφθογγος voiceless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)